σέως

σέως
και δ. αν. σέος, ὁ, Α
(ποιητ. τ.) ο σεισμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για αμφβλ. γρφ.].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ГРАММАТЕВС, ГРАММАТЕЙ — •Γραμματεύς. Каждое учреждение в Афинах имело своего писца, который или назначался ему властями или избирался самими чиновниками. Большая часть этого многочисленного сословия занимала весьма… …   Реальный словарь классических древностей

  • Грамматевс —    • Γραμματεύς.          Каждое учреждение в Афинах имело своего писца, который или назначался ему властями или избирался самими чиновниками. Большая часть этого многочисленного сословия занимала весьма низкое положение и не пользовалась особым… …   Реальный словарь классических древностей

  • ADREUS — Numims cuivisdam nomen. Etymologus. Α᾿δρεὺς, δαίμων τὶς περὶ τὴν Δήμητρα, ἀπὸ τῆς τῶ καρπῶν ἁδρυν´σεως …   Hofmann J. Lexicon universale

  • άντωση — Δύναμη, κάθετη προς τη διεύθυνση της ταχύτητας, που προκύπτει από την κίνηση ενός σώματος μέσα σε ρευστό. Χάρη σε αυτήνπετούν συσκευές βαρύτερες του αέρα. * * * η (Α ἄντωσις, σεως) νεοελλ. η δυναμική άνωση, η μία από τις δύο συνιστώσες (κάθετη… …   Dictionary of Greek

  • άνυσις — ἄνυσις ( σεως), η (Α) [ανύω] 1. εκπλήρωση, επιτέλεση 2. τέλος …   Dictionary of Greek

  • ακρόβασις — ἀκρόβασις ( σεως), η (Α) το πόδι τού τραπεζιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + βάσις] …   Dictionary of Greek

  • ανύψωση — (Α ἀνύψωσις, σεως) η εξύψωση, η ανάδειξη το σήκωμα (| νεοελλ. το να υψώνεται κάτι, το ανέβασμα …   Dictionary of Greek

  • απαιόλησις — ἀπαιόλησις ( σεως), η (Α) η απαιόλη …   Dictionary of Greek

  • σέος — Α (δ. αν.) βλ. σέως …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”